Ήταν πρωί του Σαββάτου, 27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου, περίπου 10:30, όταν οι πρώτοι έφιπποι Τσέτες (άτακτοι Τούρκοι πολεμιστές) μπήκαν στη Σμύρνη (οι Τούρκοι την έλεγαν «Γκιαούρ Ιζμίρ», δηλ. πόλη των απίστων εξαιτίας του μεγάλου πλειοψηφικού χριστιανικού κυρίως ελληνικού πληθυσμού που την κατοικούσε). Ο λαός της Σμύρνης έβλεπε τις κυρίως ελληνικές δυνάμεις (τη μόνη άμυνα τους έναντι των Τούρκων) να προσπερνούν την πόλη και να επιβιβάζονται στον Τσεσμέ, για την επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Την διοίκηση της πόλης ανέλαβε ο γνωστός κι ως «χασάπης της Σμύρνης» Νουρεντίν πασάς και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Στεργιάδη. Η πρώτη επίσημη διαταγή του Νουρεντίν που εξεδόθη, έλεγε:
«Α. Όλοι οι Έλληνες και οι Αρμένιοι από του 18ου έτους μέχρι του 45ου, οι ευρισκόμενοι εις τα απελευθερωθέντα εδάφη από τον στρατόν μας, καθώς και οι Έλληνες και οι Αρμένιοι οι μεταφερθέντες από τον ελληνικόν στρατόν εις τα παράλια προς επιβίβασιν και εγκαταλειφθέντες κατόπιν της ακατασχέτου καταδιώξεως του στρατού μας πρέπει να παραδοθούν πάραυτα. Θα κρατηθούν ως αιχμάλωτοι μέχρι πέρατος των εχθροπραξιών. Το μέτρον τούτο λαμβάνεται εναντίον των διότι έλαβον επισήμως τα όπλα εναντίον της πατρίδος, διότι κατετάγησαν εις των εχθρικόν στρατόν, διότι τελευταίως ακόμη επυρπόλησαν πόλεις και χωριά και διέπραξαν ανηκούστους ωμότητας εναντίον του ειρηνικού πληθυσμού και δια να μην προσέλθουν, εάν αφεθούν ελεύθεροι, να ενισχύσουν τον εχθρικόν στρατόν.
Β. Όλοι εκείνοι τους οποίους δεν αφορά το πρώτον άρθρον και γενικώς όλαι αι σμυρναίικαι οικογένειαι ή Έλληνες ή Αρμένιοι πρόσφυγες, δύνανται να μεταναστεύσουν μέχρι της 30ης Σεπτεμβρίου 1338 (σ.σ. τουρκική ημερομηνία). Όσοι, παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης, δεν έχουν εγκαταλείψει την χώραν και θα κριθούν ύποπτοι απειλής κατά της ασφαλείας του στρατού και της δημοσίας τάξεως, θα οδηγηθούν εκτός της πολεμικής ζώνης.
Γ. Επειδή η Μεγάλη Εθνοσυνέλευσις έλαβε μέτρα δια την εκκαθάρισιν από τα λείψανα του ελληνικού στρατού και εκμηδένισιν των καταστρεπτικών οργανώσεων του εχθρού, όλοι οι κάτοικοι, άνευ διακρίσεως φυλής και θρησκεύματος, οφείλουν να επιστρέψουν εις τας εστίαν των και επαναλάβουν τας ειρηνικάς εργασίας των.
Ο διοικητής του στρατού ΝΟΥΡΕΝΤΙΝ».
Από το ίδιο βράδυ άρχισαν να γίνονται λεηλασίες και φόνοι. Ο Έλληνας μητροπολίτης της Σμύρνης, Χρυσόστομος, δολοφονήθηκε και κατακρεουργήθηκε μπροστά στα μάτια του στρατηγού Νουρεντίν, ο οποίος τον παρέδωσε στον τουρκικό όχλο. Την επομένη ημέρα και ενώ άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη τουρκικές τακτικές δυνάμεις οι σφαγές και οι λεηλασίες άρχισαν να συστηματοποιούνται στις ελληνικές και στην αρμενική συνοικία. Οι Τούρκοι ξεχώριζαν τους Αρμενίους συστηματικά από τους πρόσφυγες και τους δολοφονούσαν. Και όμως ακόμα και τώρα στην συγκεκριμένη περίπτωση αρνούνταν οι αρχηγοί των συμμαχικών πλοίων να επέμβουν για χάρη των χριστιανών. Τα πλοία που ευρίσκοντο κοντά στην προκυμαία δεν εδέχοντο πρόσφυγες. Οι Σμυρνιοί, άλλοι μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και άλλοι σπεύδουν να βρουν προστασία σε νεκροταφεία και εκκλησίες.
Την 29η Αυγούστου/11η Σεπτεμβρίου 1922 παρουσιάστηκε ο Κεμάλ στη Σμύρνη, ώστε να αφήσει να γιορταστεί ως νικητής. Αν και προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει στους συμμάχους, ότι οι μειονότητες δεν θα πάθουν τίποτε, άρχισαν αυτή την ημέρα τα έκτροπα. Το αρμενικό τετράγωνο είχε κλαπεί συστηματικά, οι άνδρες δολοφονήθηκαν και οι γυναίκες και τα κορίτσια βιάστηκαν. Συγχρόνως άρχισε ο στρατός, να βάζει συστηματικά φωτιά στο αρμενικό τετράγωνο. Το απόγευμα επενέβησαν οι Αμερικανοί και αξίωσαν από τον Νουρεντίν, να αφήσουν να επιστρέψουν στα χωριά τους οι πρόσφυγες, αλλιώς απειλείται να ξεσπάσουν επιδημίες. Ο Νουρεντίν το απέρριψε και απαίτησε να μεταφερθούν οι πρόσφυγες στα πλοία και να αποπλεύσουν.
Την ίδια ημέρα είχε εκδηλωθεί κίνημα στη Χίο και στη Μυτιλήνη. Τούτο είχε ως συνέπεια όλος σχεδόν ο ελληνικός στόλος με το σύνολο των επίτακτων πλοίων να τεθεί υπό τους κινηματίες για τη μεταγωγή του ελληνικού στρατού προς το Λαύριο προκειμένου να επικρατήσει η επανάσταση στην Αθήνα. Μάλιστα δε, το ελληνικό θωρηκτό «Κιλκίς» που ναυλοχούσε και είχε ως βάση τη Σμύρνη, με την έκρηξη του κινήματος και υπό τον κυβερνήτη πλοίαρχο Δεμέστιχα μετέβη στη Σάμο όπου και παρέμεινε εκεί προκειμένου να επιβάλει την επανάσταση, παρότι οι καπνοί της καταστροφής (κατά την ημέρα), και το φέγγος της πυρκαγιάς (κατά τη νύχτα), ήταν ορατοί τόσο από την Χίο όσο και από την Σάμο.
Στις 30 Αυγούστου/12 Σεπτεμβρίου, προς το ξημέρωμα της Τετάρτης, πολλοί Χριστιανοί έφυγαν προς το Κορδελιό εξαιτίας φημών για πλοία που θα τους έσωζαν. Στο δρόμο προς το Κορδελιό συνάντησαν τούρκικο ιππικό και Τσέτες ιππείς. Βιαιοπραγούσαν στους άντρες, έκλεβαν τα κοσμήματα των γυναικών και βίαζαν τις κοπέλες. Όσοι κατάφεραν να προχωρήσουν στα μισά του δρόμου συνάντησαν τους χριστιανούς του Κορδελιού, που τους είχαν διώξει ήδη οι Τούρκοι για να μη σωθούν με τα πλοία. Μια ομάδα νεαρών γυναικών που τις κυνηγούσαν οι Τσέτες, προτίμησαν να πέσουν στα βράχια σαν άλλες γυναίκες του Ζαλόγγου, προκειμένου να μην τις βιάσουν. Το βράδυ της Τετάρτης η αρμενική συνοικία είχε πλήρως ισοπεδωθεί και ο τούρκικος στρατός έστρεψε την πλήρη προσοχή του στους Έλληνες. Όπως είχαν κάνει στους Αρμένιους, πάλι έσπαγαν τις πόρτες σπιτιών. Τους άντρες τους σκότωναν. Οι νεαρές κοπέλες ήταν ο στόχος των Τούρκων, τις άρπαζαν, τις βίαζαν, τις ατίμαζαν. Οι κοπέλες έφτασαν στο σημείο και μεταμφιέζονταν σε γριές για να σώσουν την τιμή τους.
Στις 31 Αυγούστου/13 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι στρατιώτες του Νουρεντίν, βάση σχεδίου που τους παρέδωσαν οι τουρκικές αρχές, άρχισαν να ανάβουν φωτιές στην πόλη. Με πετρέλαιο άναψαν φωτιά πρώτα στην αρμενική συνοικία. Από τη πρώτη αυτή εκδήλωση άρχισαν να καίγονται το αρμενικό νοσοκομείο, η αρμενική μητρόπολη και η αρμενική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου μαζί με τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί. Στη συνέχεια άρχισαν να σημειώνονται νέες πυρκαγιές στις ελληνικές συνοικίες. Χαρακτηριστικό υπήρξε το γεγονός ότι από τα πρώτα κτίρια που καταστράφηκαν ήταν και το κτίριο του πυροσβεστικού σταθμού Σμύρνης, ενώ βρέθηκε να είχαν επιμελώς απομονωθεί οι υδραγωγοί Χαλκά Βουνάρ που υδροδοτούσαν τη πόλη και χρησίμευαν στην πυροπροστασία της.
Το αεράκι που διευκόλυνε την φωτιά να απλωθεί από σπίτι σε σπίτι που επεκτάθηκε σε έκταση τρεισήμισι χιλιομέτρων. Ορισμένα κτήρια του παραλιακού δρόμου τους έδωσαν εντολή να μην τα πειράξουν. Οι Τούρκοι στρατιώτες ανατίναξαν όλα τα υπόλοιπα με δυναμίτη. Η φωτιά εμαίνετο όλη την νύχτα και σάρωσε όλη σχεδόν την πόλη. Τούρκοι στρατιώτες ήταν παρατεταγμένοι σε στρατηγικά σημεία της πόλης και σκότωναν όσους χριστιανούς προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις φλόγες.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ολοκληρώνεται η εκκένωση της πόλης από ξένους υπηκόους που επιβιβάστηκαν υπό την προστασία αγημάτων των πολεμικών πλοίων των χωρών τους που είχαν διατεθεί ειδικά και ναυλοχούσαν στο κόλπο της Σμύρνης
Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία, ότι ο εμπρησμός αυτής ήταν προμελετημένος και καλώς οργανωμένος, καθ’ όσον Τούρκοι στρατιώτες μετέφεραν δοχεία με πετρέλαιο ή έριχναν εμπρηστικές βόμβες, κάτι το οποίο επιβεβαίωσαν και Αμερικανοί αυτόπτες μάρτυρες. Όλες οι αξιόπιστες μαρτυρίες των ξένων παρατηρητών συμπίπτουν στο ότι το πυρ τέθηκε υπό των Τούρκων εκ προμελέτης και κατά προδιαγεγραμμένο σχέδιο.
Εν τω μεταξύ, στην προκυμαία της Σμύρνης εξελίσσονται οι τελευταίες σκηνές της μικρασιατικής τραγωδίας.
Όταν έφθασε η είδηση της βάρβαρης ενέργειας του τουρκικού στρατού εναντίον των Αρμενίων, όλοι όσοι εγκατέλειψαν τα καιόμενα σπίτια και χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες από τις εσωτερικές περιοχές που ακολουθούσαν τον αποχωρούντα ελληνικό στρατό και είχαν καταλήξει στην Σμύρνη, κατέφυγαν στην προκυμαία αναζητώντας κάποιο πλεούμενο ή κολυμπώντας προσπαθούσαν να πλησιάσουν και να ανέβουν στα ξένα πλοία ( Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας) που περίμεναν στο λιμάνι. Πάνω από 300.000 άνθρωποι στο στενό χώρο της προκυμαίας, ανάμεσα στις φλόγες και στο λιμάνι της σωτηρίας που ελπίζουν. Η φοβερή καταστροφή έφτασε και στα σπίτια της παραλίας και αποτέφρωσε όλες τις συνοικίες της Σμύρνης, την αρμενική, την ελληνική, την εμπορική και την ευρωπαϊκή, πλην της τουρκικής και της εβραϊκής (κάποιοι Εβραίοι μάλιστα, είχαν βρει μια προσοδοφόρα «εργασία»: πουλούσαν σημαιάκια της Τουρκίας στους Έλληνες τάχα για να τους «σώσουν»). Ήτανε μία των μεγαλυτέρων πυρκαγιών της ιστορίας και θύμιζε την Πομπηία…
Μάλιστα κατά τις ενδιάμεσες νύχτες, όταν κάτοικοι έντρομοι από τις σημειούμενες εκρήξεις εξέρχονταν στους δρόμους αντιμετώπιζαν τις περιπόλους που τους καλούσαν να επιστρέψουν σπίτια τους και στη συνέχεια τους πυροβολούσαν για παράβαση του περιοριστικού μέτρου
Οι πανικόβλητοι Μικρασιάτες που συγκεντρώθηκαν στην προκυμαία, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επιβιβαστούν στα πλοία που ήταν συγκεντρωμένα στο λιμάνι της Σμύρνης και που εκείνες τις τραγικές στιγμές ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας που που υπήρχε.. Αλλά οι ξένοι ναύτες τους εμπόδιζαν με κάθε τρόπο και τους έσπρωχναν στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να πνιγούν. Οι ναύαρχοι των πλοίων απωθούσαν ακόμα και τον άμαχο πληθυσμό που έφθανε με τις βάρκες στα πλοία για να σωθεί, μόνο και μόνο γιατί δεν ήθελαν τη δυσαρέσκεια με τον Κεμάλ. Οι λίγοι δημοσιογράφοι, που βρισκότανε εκεί σιωπούσαν στις ανταποκρίσεις τους, εξαιτίας της απαίτησης συγκράτησης, που αξίωναν οι διπλωματικοί τους αντιπρόσωποι. Επιπλέον οι Τούρκοι στρατιώτες επέπεσαν πάνω στο πανικόβλητο πλήθος για να το απομακρύνουν από την παραλία, να το απωθήσουν προς τα πίσω, και ταυτόχρονα αποσπούσαν τις νταντάδες και τις γυναίκες για να τις βιάσουν και τελικώς να τις σκοτώσουν. Όπως καταμαρτυρείται, «Οι Σύμμαχοι, και ιδιαιτέρως οι Άγγλοι, επέδειξαν, κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς, ανήκουστον αναισθησίαν. Τα πληρώματα των εν Σμύρνη ναυλαχούντων πολεμικών των, απέκοπτον τας χείρας και εύθραυον τας κεφαλάς των δυστυχών εκείνων Ελλήνων, που ενόμισαν ότι ημπορούσαν, αποφεύγοντες την τουρκικήν μάχαιραν, να εύρουν άσυλον και προσωρινήν φιλοξενίαν εις τα πολεμικά σκάφη. Έστρεψαν, μάλιστα, και τους προβολείς των πλοίων των επί της προκυμαίας της Σμύρνης, δια να απολαύσουν το μακάβριον και ανατριχιαστικόν θέαμα της ομαδικής σφαγής των Ελλήνων. Και όμως θα ήρκουν τότε ελάχιστοι κανονιοβολισμοί των αγγλικών πλοίων δια να σωθή τουλάχιστον η πόλις και δια να προληφθούν αι σφαγαί και τα μαρτύρια τους πληθυσμού της, ως και του εις αυτής καταφυγόντως ελληνικού μικρασιατικού πληθυσμού. Αφ’ ετέρου οι Γάλλοι, εις τα Μουδιανιά, έρριψαν ζεματιστό νερό εις όσους απεπειράθησαν να ανέβουν επί των πλοίων των! Τέλος, ο Αμερικανός πρόξενος εν Σμύρνη, όταν πήγε τότε εις γεύμα όπου ήτο προσκεκλημένος και ο Γάλλος πρόξενος, τον ήκουσε να δικαιολογεί με απερίγραπτον κυνισμόν της επινράδυνσιν της αφίξεώς του: η λέμβος που τον έφερεν από το γαλλικόν πλοίον, προσέκρουσεν εις πτώματα Ελληνίδων γυναικών που έπλεον εις την παραλίαν!». Κι όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται σε άλλη μαρτυρία, «τόσα πολλά ήταν τα πτώματα που επέπλεαν στην παραλία, ώστε μπορούσες να περπατήσεις πάνω τους».
Την εικόνα αυτής της μακάβριας εικόνας συμπλήρωσε και ο Γάλλος συγγραφέας Εντουάρ Ντριο γράφοντας:
«Χιλιάδες δυστυχείς υπάρξεις συσωρευμένες κατά μήκος της προκυμαίας ρίχτηκαν στην θάλασσα. Σε μεγάλο μήκος του λιμανιού εκατοντάδες πτωμάτων είχαν γεμίσει την θάλασσα ώστε να μπορεί κανείς να βαδίσει πάνω σε αυτά.
Τους επιπλέοντες τους αποτελείωναν οι Τούρκοι με σπαθιά και ξύλα. Αναρίθμητες οι υπάρξεις, προπαντός γυναίκες, παιδιά και γέροντες, εσφάγησαν μέσα σε αίσχιστες θηριωδίες…».
Η Διδώ Σωτηρίου, μέσα από τα «Ματωμένα χώματα», είναι το ίδιο γλαφυρή για την απάνθρωπη συμπεριφορά των «Συμμάχων»:
«Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν νά ‘ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τούς τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των Τσέτηδων!
- Βούρ, κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τούς κερατάδες!).
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι Τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες τού Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τούς τραβούνε όξω και τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Άι Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει».
«Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναυάρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι τής Αντάντ;
Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας!
Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια τής χαράς για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πώς μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!».
Επισήμως κανένα από τα αγκυροβολημένα πλοία των Συμμάχων δεν βοήθησε τους Έλληνες. Ο διεθνής, αλλά και ο τούρκικος τύπος υποβάθμισαν το γεγονός της καταστροφής και τις φρικαλεότητες των Τούρκων. Οι ξένοι έδειξαν μια κατ΄ ουσίαν εχθρική στάση σε σημείο που να λένε ότι…«Οι Έλληνες πυρπόλησαν την Σμύρνη», ένα επιχείρημα το οποίο υποστηρίζουν μέχρι και σήμερα οι Τούρκοι (δίπλα στους Έλληνες «εμπρηστές» βάζουν και τους Αρμένιους).
Ένα δε, τηλεγράφημα του αρχηγού του στρατού Φεβζί (Τσακμάκ) πασά που δημοσίευσε η «Hakimiyet-i Milliye» στις 18 Σεπτεμβρίου μιλάει για «άγρια συνωμοσία που διαπράχθηκε αναμφίβολα από κάποιους αχρείους συνεργαζόμενους με τον ελληνικό στρατό για να αμαυρώσουν τη νίκη μας και να προκαλέσουν ξένη επέμβαση». Ο Τύπος υιοθετεί αυτόν τον υπαινιγμό και από τις 19 Σεπτεμβρίου μπαίνει στον όλο και ενισχυόμενο χορό τού «οι Έλληνες έβαλαν φωτιά στη Σμύρνη πριν από την αναχώρησή τους», παρ’ ότι ο ελληνικός είχε ήδη αποχωρήσει την Σμύρνη όταν αυτή πυρπολήθηκε (οι Τούρκοι αντί του όρου «Πυρπόληση της Σμύρνης», χρησιμοποιούν τον σχετικά πιο ουδέτερο όρο «Πυρκαγιά της Σμύρνης» (Izmir yangini)).
Χάριν ιστορικής αληθείας πάντως, θα πρέπει να αναφερθεί, ότι οι Ιταλοί που σε όλο του προηγούμενο διάστημα υπονόμευαν τους Έλληνες, δέχθηκαν στα πλοία τους όποιον κατέφευγε εκεί για να σωθεί.
Την ίδια ημέρα, το θωρηκτό «Κιλκίς» απέπλευσε και ενώθηκε με το θωρηκτό «Αβέρωφ», μεταξύ Χίου και Σάμου, που κατέρχονταν ολοταχώς το Αιγαίο προς Πειραιά, προερχόμενο από Κωνσταντινούπολη, αφού προηγουμένως είχε σημειωθεί ανταρσία και είχε αποχωρήσει από τη Διασυμμαχική Ανταντική ναυτική δύναμη, που ναυλοχούσε στο Βόσπορο, (στην οποία είχε ενταχθεί μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου), υπό τον κινηματία κυβερνήτη Αντιπλοίαρχο Γ. Χατζηκυριάκο.
Όλοι οι δρόμοι της Σμύρνης γεμάτοι πτώματα Ελλήνων και Αρμένιων. Γεμάτη άψυχα κουφάρια κι η θάλασσα της Σμύρνης από την πόλη και τα τριγύρω χωριά.
Στις 17/30 Σεπτεμβρίου ήταν η τελευταία μέρα που μπορούσαν να φύγουν οι Έλληνες σύμφωνα με το τελεσίγραφο του Νουρεντίν. Εν τούτοις οι Τούρκοι έκαναν ελέγχους στους επιβιβαζόμενους σε πλοία και συλλαμβάνανε πολλούς. Σχημάτιζαν φάλαγγες για να τους εκτοπίσουν μα εκτελούσαν εν ψυχρώ τους περισσότερους. Πολλοί ακόμη πέθαναν από επιδημίες τύφου και εντερίτιδας. Όσοι τυχόν είχαν συλληφθεί και δεν τους είχαν σκοτώσει, οδηγήθηκαν στην ενδοχώρα.
Ξένοι πολίτες έκαναν διπλωματικές κινήσεις υπό τον Αμερικανό Jennings και επιτράπηκε σε ελληνικά πλοία να παραλάβουν τους πρόσφυγες. Στις 11/24 Σεπτεμβρίου 15.000 πρόσφυγες στα πλοία, στις 13/26 Σεπτεμβρίου 43.000.
Έως τις 18/31 Σεπτεμβρίου είχανε μεταφερθεί από την Σμύρνη στην Μυτιλήνη 180.000 πρόσφυγες. Για να εισέλθουν στα πλοία περνούσαν από τρεις πύλες με αυστηρούς ελέγχους, αφού τους είχαν κάθε φορά κυριολεκτικά κατακλέψει. Oι άνδρες κάτω από 45 ετών συλλαμβάνονταν και προωθούνταν στην ενδοχώρα… Αφού οι Τούρκοι παρέτειναν την εκκένωση, μπόρεσαν συνολικά να σωθούν πάνω από 250.000 πρόσφυγες.
Από την πυρκαγιά και τις επιθέσεις των Τούρκων κατά του τρομοκρατημένου πλήθους στους δρόμους τις Σμύρνης για 3-4 ημέρες περίπου γύρω στους 12.000 ανθρώπους, από τους οποίους οι 10.000 Έλληνες έχασαν την ζωή τους. Από τους 18.000 Αρμένιους της Σμύρνης μόλις 2.000 σώθηκαν ως πρόσφυγες.
Κάηκαν 55.000 σπίτια από τα οποία τα 43.000 ήταν ελληνικά, τα 10.000 αρμενικά και 2.000 ξένων υπηκόων. Αποτεφρώθηκαν 117 σχολεία κοινοτικά και ιδιωτικά, ελληνικά και αρμενικά, όλα τα νοσοκομεία, 2 μουσεία και πολλά ιδρύματα. Από τις εκκλησίες οι 43 από τις 46.
Οι σκηνές του πανικού που εκτυλίχθηκαν, στοίχησαν τη ζωή σε εκατοντάδες που πνίγηκαν μόλις 50 μέτρα από τη στεριά, κάτω από τα αδιάφορα μάτια των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων. Όσοι Έλληνες συνελήφθησαν στην προκυμαία της Σμύρνης, εστάλησαν από τους Τούρκους στα ενδότερα και ελάχιστοι από αυτούς επιβίωσαν. Το τελευταίο πλοίο που εγκατέλειψε τη Σμύρνη ήταν το «Έλλη», ενώ το πλήθος απελπισμένο στην προκυμαία έβλεπε να εγκαταλείπεται κυριολεκτικά πλέον στην τύχη του και να επαφίεται στην καλή διάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Παρ΄ ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός των νεκρών από τη γενοκτονία των Ελλήνων Μικρασιατών (ξεκινά από 300.000 και φτάνει ως 1.000.000), σύμφωνα με τις εκτιμήσεις Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, τουλάχιστον 500.000 (εκτός των Ποντίων) Μικρασιάτες έχασαν τη ζωή κάτω από βασανιστικές και απάνθρωπες συνθήκες. Οι σχεδιασμένοι και ανελέητοι αυτοί διωγμοί είχαν δύο επιδιώξεις. Πρώτη ήταν η εξόντωση των εθνικών μειονοτήτων στην Τουρκία για να επιτευχθεί ο πλήρης εκτουρκισμός, εξισλαμισμός της χώρας, αλλιώς να επιτευχθεί η εθνοκάθαρση στην οποία επέβλεπε η εθνική ιδεολογία των Νεότουρκων – Κεμαλιστών. Η δεύτερη επιδίωξη ήταν η οικονομική και κοινωνική αποδυνάμωση, εξουδετέρωση των Ελλήνων, στα χέρια των οποίων είχαν περιέλθει το εμπόριο, το τραπεζικό σύστημα, η βιομηχανία και το επιστημονικό δυναμικό της Τουρκίας. Για αυτό οι Έλληνες στις μεγάλες πόλεις αποτελούσαν το ανώτερο κοινωνικό στρώμα, ήταν η αστική τάξη.
Πηγή: http://www.pare-dose.net/?p=116